Στους αθλητές η σημαντική πρόοδος τόσο στις τεχνικές ανακατασκευής του προσθίου χιαστού συνδέσμου (ΠΧΣ) όσο και στην μετεγχειρητική αποκατάσταση, έχει οδηγήσει σε βελτίωση των αποτελεσμάτων και αυξημένες προσδοκίες για την επιστροφή τους στους αγώνες. Η βιβλιογραφία προσφέρει κάποια στοιχεία που μπορούν να κατευθύνουν τον γιατρό της ομάδας αλλά είναι διαθέσιμα ελάχιστα κριτήρια και γενικές κατευθυντήριες οδηγίες που να καθορίζουν ακριβώς την επιστροφή των αθλητών.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ – ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΠΡΟΣΔΟΚΙΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Η ρήξη του ΠΧΣ είναι μία από τις συχνότερες συνδεσμικές κακώσεις του γόνατος σε αθλητές και αποτελεί πάνω από το 64% όλων των τραυματισμών γόνατος σε “cutting and pivoting” αθλήματα. Για τους αθλητές που θέλουν να επιστρέψουν, η θεραπεία πρέπει να είναι χειρουργική με στόχο τη διόρθωση της λειτουργικής αστάθειας του γόνατος και τη μείωση του κινδύνου για υποκείμενους τραυματισμούς των μηνίσκων και του αρθρικού χόνδρου. Μελέτες δείχνουν ασυμφωνία μεταξύ προσδοκιών και επιστροφής, με τα ποσοστά επιστροφής να κυμαίνονται μεταξύ 60% και 80% ανάλογα με το άθλημα. Σε μια συστηματική ανασκόπηση και μετά-ανάλυση 5.770 ασθενών με συνδεσμοπλαστική ΠΧΣ το συνολικό ποσοστό επιστροφής στα αθλήματα ήταν 82%, μα μόνο το 63% επέστρεψε στο ίδιο άθλημα και το 44% σε ανταγωνιστικό επίπεδο. Πλήθος ερωτημάτων κάνουν την επιστροφή στους αγώνες μια διαδικασία γεμάτη προκλήσεις, όπως για παράδειγμα το επίπεδο του ανταγωνισμού που θα επιστρέψει ο αθλητής, η επίδραση του νοητικού του επιπέδου, καθώς και η πιθανότητα επανατραυματισμού του. Στην προσπάθεια να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα με βάσει τα στοιχεία της βιβλιογραφίας παρουσιάζονται οι σημαντικότερες προεγχειρητικές, διεγχειρητικές και μετεγχειρητικές αρχές που επηρεάζουν την επιστροφή των αθλητών μετά από ανακατασκευή του ΠΧΣ.
ΠΡΟΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ
Η προεγχειρητική αποκατάσταση πρέπει να ξεκινά αμέσως μετά την διάγνωση της ρήξης του ΠΧΣ με στόχο να μειώσει τον πόνο, τη φλεγμονή, το οίδημα, να επαναφέρει το φυσιολογικό εύρος κίνησης (ROM), τη φυσιολογική βάδιση με βελτίωση του νευρομυϊκού ελέγχου καθώς και να αποτρέψει την μυϊκή ατροφία. Η ανακατασκευή του ΠΧΣ στην οξεία φάση και πριν ανακτηθεί το πλήρες εύρος κίνησης οδηγεί σε υψηλά ποσοστά δυσκαμψίας και αρθροϊνωσης, διότι ο καλύτερος προγνωστικός παράγοντας του μετεγχειρητικού ROM αποτελεί το προεγχειρητικό ROM. Η ιδανική χρονική στιγμή για την επέμβαση είναι αμέσως μόλις ανακτηθεί το φυσιολογικό εύρος κίνησης, συνήθως μεταξύ 1ης και 4ης εβδομάδας από τον τραυματισμό ή μόλις κατά την 2η -3η ημέρα μετατραυματικά με ένα επιθετικό πρόγραμμα προεγχειρητικής αποκατάστασης, αναρρόφησης του αιμάρθρου και ελέγχου του πόνου.
ΔΙΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ
Ανατομική τοποθέτηση και τάση (tensioning) του μοσχεύματος
Η ανατομική θέση των οστικών καναλιών μηρού και κνήμης είναι ίσως ο σημαντικότερος παράγοντας που οδηγεί σε βελτιωμένα αποτελέσματα μετά από συνδεσμοπλαστική ΠΧΣ. Ο χειρουργός πρέπει να δώσει ισχυρή έμφαση στην κατάλληλη τάση (tensioning) του μοσχεύματος ώστε να εξασφαλίσει τη βέλτιστη ισομετρικότητα και λειτουργικότητα του μοσχεύματος.
Επιλογή μοσχεύματος
Αυτομόσχευμα οπισθίων μηριαίων συγκριτικά με αυτομόσχευμα επιγονατιδικού τένοντα (BTB) στην ανακατασκευή του ΠΧΣ
Το ιδανικό μόσχευμα είναι αυτό που επιτρέπει ασφαλή καθήλωση, έχει ελάχιστη νοσηρότητα και επιτρέπει πρώιμη, ασφαλή, μετεγχειρητική αποκατάσταση και έγκαιρη επιστροφή του ασθενούς. Οι 2 γενικές κατηγορίες είναι τα αυτομοσχεύματα και τα αλλομοσχεύματα.
Στην ανακατασκευή του ΠΧΣ, τα πιο κοινά αυτομοσχεύματα είναι ο επιγονατιδικός τένοντας (bone-patellar tendon-bone, BTB), οι οπίσθιοι μηριαίοι και ο τένοντας του τετρακεφάλου. Πολλές μελέτες δείχνουν προβλέψιμα και ασφαλή αποτελέσματα και έγκυρη επιστροφή σε υψηλού επιπέδου αθλητές με χρήση αυτομοσχεύματος BTB. Τα πλεονεκτήματά του περιλαμβάνουν άριστη ανθεκτικότητα και σκληρότητα καθώς και σταθερή καθήλωση με βίδες, επιτρέποντας ενσωμάτωση τύπου οστού με οστό μέσα στα τούνελ . Η ενσωμάτωση του μοσχεύματος σύμφωνα με μελέτες σε πειραματόζωα, συμβαίνει γύρω στις 6 εβδομάδες μετεγχειρητικά σε σχέση με 8-12 βδομάδες με χρήση οπισθίων μηριαίων. Ταχύτερη ενσωμάτωση του μοσχεύματος επιτρέπει επιθετικότερα πρωτόκολλα αποκατάστασης και γρηγορότερη επιστροφή των αθλητών στους αγώνες.
Σε αναδρομική μελέτη των μακροπρόθεσμων αποτελεσμάτων μεταξύ αυτομοσχευμάτων οπισθίων μηριαίων και BTB αναφέρεται απουσία σημαντικών αντικειμενικών διαφορών, με τα ισοκινητικά τεστ και την μυϊκή ισχύ του τετρακεφάλου κοντά στα φυσιολογικά όρια και στις δύο ομάδες, αλλά με μειωμένη ισχύ των οπισθίων μηριαίων στην ομάδα που χρησιμοποιήθηκαν ως αυτομόσχευμα. Το γεγονός αυτό αποτελεί παράγοντα κινδύνου για επαναρήξη του ΠΧΣ και αιτία να είναι προτιμητέα η χρήση μοσχεύματος επιγονατιδικού σε αθλητές. Το γονάτισμα, η βάδιση στα γόνατα και τα μονοποδικά “hop tests” έδειξαν καλύτερα αποτελέσματα στο γκρουπ των οπισθίων μηριαίων, αποκαλύπτοντας τη νοσηρότητα από τη λήψη επιγονατιδικού μοσχεύματος σε αθλήματα που απαιτούν αυξημένες δυνάμεις επαφής στην επιγονατιδομηριαία, όπως για παράδειγμα η πάλη. Όμως άλλες μελέτες δείχνουν την μείωση της μέγιστης τιμής της στροφικής ορμής σε μεγάλες γωνίες κάμψης, στην ομάδα των οπισθίων μηριαίων σε σύγκριση με την ομάδα του επιγονατιδικού δημιουργώντας επιφυλάξεις για τη χρήση οπισθίων μηριαίων σε “cutting and pivoting” αθλήματα. Αναφέρονται υψηλότερα ποσοστά επαναρήξης σε αυτομόσχευμα οπισθίων μηριαίων (17%) σε σύγκριση με αυτομόσχευμα “BTB” (8%), γεγονός που επιβεβαιώνεται από διάφορες μελέτες. Σε ασθενείς με ανάκυρτα γόνατα φαίνεται πώς οι οπίσθιοι μηριαίοι έχουν την τάση να χαλαρώνουν (stretch out) με τον καιρό ενώ η χρήση BTB αυτομοσχεύματος τείνει να χαλαρώνει λιγότερο. Επιπλέον μελέτες αναδεικνύουν ότι μικρότερα αυτομοσχεύματα οπισθίων μηριαίων (διαμέτρου <8 mm) σε νέους ασθενείς (ηλικίας <20 ετών) σχετίζονται με κακά κλινικά αποτελέσματα και μεγάλη πιθανότητα αποτυχίας και αναθεώρησης. Σε αντίθεση με τα μεγάλα αυτομοσχεύματα οπισθίων μηριαίων (διαμέτρου > 8mm) που απαιτούνται για βελτιστοποίηση των αποτελεσμάτων. Τέλος σε αθλητές όπως σκιέρ και ποδοσφαιριστές που χρειάζονται απαραίτητα τους έσω σταθεροποιητές του γόνατος, οι οπίσθιοι μηριαίοι αποτελούν λιγότερο ιδανική επιλογή σε αυτό τον πληθυσμό.
Αλλομοσχεύματα συγκριτικά με αυτομοσχεύματα στην ανακατασκευή του ΠΧΣ.
Η χρήση αλλομοσχευμάτων μειώνει τη νοσηρότητα από τη δότρια περιοχή και επιτρέπει την πρώιμη επιστροφή και μυϊκή ενδυνάμωση, διευκολύνοντας έτσι την επιστροφή στους αγώνες. Όμως η βραδύτερη συνδεσμοποίηση του αλλομοσχεύματος απαιτεί παρατεταμένη περίοδο προστασίας του, για να προληφθεί καταστροφική αποτυχία του. Κλινικές μελέτες δείχνουν υψηλά ποσοστά αποτυχίας σε νέους και αθλητικά ενεργούς ασθενείς που φτάνουν ακόμη και στο 40%. Σε μια μελέτη στρατιωτικών δοκίμων που έγινε χρήση αλλομοσχεύματος στην ανακατασκευή του ΠΧΣ τα ποσοστά αποτυχίας έφτασαν το 33% στον 1ο χρόνο σε σύγκριση με το 2% με χρησιμοποίηση αυτομοσχεύματος και ξεπέρασαν το 50% στα 2 έτη με μόλις 6% ποσοστό αποτυχίας στο γκρουπ των αυτομοσχευμάτων. Επί του παρόντος λοιπόν δε συνίσταται η χρήση αλλομοσχευμάτων σαν κανόνας σε αθλητές, λόγω των αυξημένων ποσοστών αποτυχίας καθώς και την απαίτηση για καθυστερημένη επιστροφή στους αγώνες.
ΜΕΤΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ
Επιταχυμένο πρωτόκολλο αποκατάστασης
Πολλοί συγγραφείς αναφέρουν ότι η επιστροφή ενός αθλητή εξαρτάται περισσότερο από το πρόγραμμα αποκατάστασης, παρά από τη χειρουργική τεχνική ή την επιλογή μοσχεύματος. Το επιταχυμένο πρωτόκολλο αποκατάστασης μετά από συνδεσμοπλαστική ΠΧΣ (περιγράφηκε από τους Shelburne and Nits) και με διάρκεια 19 εβδομάδες, διαφέρει στο ρυθμό προόδου ανάμεσα στις φάσεις αποκατάστασης καθώς και το χρόνο που συνιστάται για επιστροφή στους αγώνες, σε σχέση με το παραδοσιακό πρωτόκολλο αποκατάστασης διάρκειας περίπου 32 εβδομάδων. Μελέτες δείχνουν καμία διαφορά στα υποκειμενικά και αντικειμενικά αποτελέσματα των δύο μετά από ανακατασκευή ΠΧΣ με “BTB” γεγονός που υποστηρίζει τη χρήση του επιταχυμένου πρωτοκόλλου σε αθλητές.
Μια τροποποιημένη έκδοση του πρωτοκόλλου Wilk et al.) περιλαμβάνει τη χρήση ειδικών κριτηρίων σχετικά με το εύρος κίνησης, την μυϊκή ισχύ, την ιδιοδεκτικότητα, τον νευρομυϊκό έλεγχο, την κλινική εξέταση καθώς και ειδικά σκορ γόνατος πριν την προώθηση του αθλητή στην επόμενη φάση αποκατάστασης. Περιέχει ακόμα κριτήρια που επιτρέπουν στους αθλητές να επιστρέψουν στους αγώνες, τα οποία βασίζονται στην εμπειρία των συγγραφέων και μόνο και όχι σε στοιχεία μελετών επιπέδου Ι και ΙΙ με βάσει τη βιβλιογραφία.
Επιστροφή στους αγώνες ανάλογα με το άθλημα
Σε μια πρόσφατη συστηματική ανασκόπηση (Harris et al.) αναφέρεται ότι στο 51% των μελετών επιτρέπουν την επιστροφή στους αγώνες χωρίς περιορισμούς στους 6 μήνες μετεγχειρητικά ενώ στο 86% των μελετών στους 9 μήνες. Οι συγγραφείς λοιπόν περιμένουν το λιγότερο 6 μήνες πριν επιτρέψουν την πλήρη επιστροφή των αθλητών χωρίς περιορισμούς ώστε να επιτρέψουν την επούλωση του μοσχεύματος και να μειώσουν τον κίνδυνο για πρώιμη αποτυχία του, αν και τα στοιχεία σχετικά με το χρονοδιάγραμμα επιστροφής είναι περιορισμένα στην βιβλιογραφία.
Αντικειμενικά κριτήρια ως κατευθυντήριες γραμμές για την επιστροφή των αθλητών
Έχει καταδειχθεί (Harris et al.) ότι στο 90% και στο 65% των μελετών αποτυγχάνουν να χρησιμοποιήσουν, αντικειμενικά κριτήρια ή όποια κριτήρια αντίστοιχα, για την επιστροφή στους αγώνες. Μόνο το 13% των μελετών περιλάμβαναν αντικειμενικά κριτήρια σε κατηγορίες όπως η μυϊκή ισχύς, η περιφέρεια του μηρού, στοιχεία της κλινικής εξέτασης του γόνατος, η βαθμολόγηση Lachman αλλά και ειδικά τεστ ή ερωτηματολόγια. Αρκετές μελέτες έχουν επιχειρήσει να ορίσουν αντικειμενικά κριτήρια ώστε να κατευθύνουν την επιστροφή των αθλητών. Ένα από αυτά είναι τα “hop tests” που χρησιμοποιούνται στην κλινική πράξη σαν αξιόπιστη και έγκυρη μέτρηση, που επαναλαμβάνει τις απαιτήσεις των αθλημάτων υψηλού επιπέδου και είναι ενδεικτικά της ικανότητας για επιστροφή στους αγώνες. Όμως ίσως να μην είναι αρκετά ευαίσθητα ώστε να εντοπίσουν κάποιους λειτουργικούς περιορισμούς που σχετίζονται με τις πολυεπίπεδες κινήσεις.
Αναφέρεται υψηλή αξιοπιστία με τη χρήση των λειτουργικών “hop tests”,του “Biodex isokinetic dynamometer” και του “K-100” προτείνοντας τον συνδυασμό τους για την αξιολόγηση της προόδου και της επιστροφής στους αγώνες. Πολλές παρόμοιες μελέτες υπάρχουν με συνδυασμούς διαφόρων λειτουργικών δοκιμασιών και μετρήσεων τα οποία χρησιμοποιούνται από τους ειδικούς με σκοπό να καθορίσουν την ετοιμότητα ενός αθλητή για επιστροφή στους αγώνες.
Απόκλιση στην αποκατάσταση και την επιστροφή ενός αθλητή
Παράγοντες που εξαρτώνται από τους ίδιους τους ασθενείς, παίζουν ρόλο στην πρόοδο της αποκατάστασης όπως για παράδειγμα το κίνητρο ή το επιθυμητό επίπεδο δραστηριότητας, η χρονική στιγμή του τραυματισμού αλλά και θέματα οικογένειας καθώς και συνυπάρχουσες παθήσεις. Η ηλικία του αθλητή, το στάδιο της καριέρας του καθώς και το σημείο της αγωνιστικής χρονιάς παίζουν σημαντικό ρόλο στο σχεδιασμό της αποκατάστασης του.
Αναφέρεται ότι ένα ιστορικό μηνισκεκτομής χωρίς συνδεσμοπλαστική του ΠΧΣ σίγουρα μικραίνει την αναμενόμενη καριέρα ενός επαγγελματία ποδοσφαιριστή αλλά ο συνδυασμός ανακατασκευής και μηνισκεκτομής είναι περισσότερο επιζήμιος στην διάρκεια ενός αθλητή.
Λειτουργική ναρθηκοποίηση μετά την επιστροφή στους αγώνες
Η γενική τάση υπαγορεύει τη χρήση ναρθήκων, κατά την διάρκεια των αγώνων για ένα έτος μετεγχειρητικά, χωρίς ωστόσο να υπάρχει βιβλιογραφία που να το υποστηρίζει. Μελέτες δείχνουν ότι οι νάρθηκες μπορούν να βελτιώσουν τον πρώιμο συντονισμό και τη μηχανική του άλματος ενώ έχουν και θετική ψυχολογική επίδραση. Επίσης μελέτες δείχνουν ότι προλαμβάνει τους συνεχείς τραυματισμούς του ΠΧΣ στους σκιέρ. Σε αντίθεση άλλες μελέτες δείχνουν πως δεν αυξάνουν τη σταθερότητα και δεν επιταγχύνουν την επιστροφή των αθλητών και πιθανόν να μειώνουν την ταχύτητα και την αμεσότητα στις στροφικές κινήσεις. Παρά τις διαφωνίες οι συγγραφείς προτείνουν τη χρήση λειτουργικού νάρθηκα κατά την οξεία μετάβαση στους αγώνες και μόνιμα στους σκιέρ (κατά τη διάρκεια του σκι και μόνο).
Ψυχολογικοί παράγοντες επηρεάζουν την επιστροφή στους αγώνες
Ίσως ο πιο καθοριστικός παράγοντας για την επιστροφή ενός αθλητή είναι η ψυχολογική του κατάσταση. Κάθε αθλητής διαφέρει στην υποκείμενη αίσθηση σταθερότητας, εμπιστοσύνης και ασφάλειας κατά την επιστροφή του. Δυο έγκυρες μέθοδοι που ταυτοποιούν την ψυχολογική κατάσταση κάθε ασθενούς μετεγχειρητικά είναι η “Tampa Scale of Kinisiophobia” και η “ACL-Return to Sport after Injury scale” που όμως δεν χρησιμοποιούνται σα ρουτίνα. Πλήθος μελετών αναφέρουν ότι ο φόβος του αθλητή για επανατραυματισμό δεν θα πρέπει να παραβλέπεται καθώς αποτελεί το μοναδικό σημαντικό λόγο για αποτυχία επιστροφής στους αγώνες.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΝΑΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΠΧΣ
Έχουν αναλυθεί (Brophy et al.) οι παράγοντες που επηρεάζουν την επιστροφή των αθλητών στο ποδόσφαιρο και αναφέρεται ότι το 72% των αθλητών με μέση ηλικία 24.2 έτη επιστρέφουν, όμως μόνο το 36% εξ αυτών παίζουν ακόμα μετά από 7 έτη. Με βάση πολυδιάστατες αναλύσεις η επιστροφή είναι λιγότερη πιθανή σε μεγαλύτερους αθλητές και γυναίκες ενώ η επιλογή του μοσχεύματος φαίνεται πως δεν έχει καμία επίδραση.
Αναδρομική ανάλυση του ποσοστού επιστροφής στο προηγούμενο επίπεδο ανταγωνισμού, αθλητών του αμερικανικού ποδοσφαίρου από το λύκειο και το κολλέγιο έχει καταδείξει ποσοστά επιστροφής 63% στο λύκειο και 69% στο κολλέγιο αντίστοιχα. Με βάση την αντίληψη των αθλητών μόνο το 43% ένιωθε ικανό να επιστρέψει στο προηγούμενο επίπεδο επίδοσης, 27% δεν ήταν ικανοί να το επιτύχουν και 30% δεν ήταν ικανοί να επιστρέψουν στους αγώνες. Και στις 2 ομάδες ο φόβος επανατραυματισμού υπήρχε περίπου στο 50% των παικτών που δεν επέστρεψαν ποτέ.
ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΕΠΑΝΑΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΝΑΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΠΧΣ
Το ποσοστό επαναρήξης του μοσχεύματος του ΠΧΣ μετά την επιστροφή στους αγώνες κυμαίνεται από 5% από 25%. Με υψηλότερα ποσοστά να εμφανίζονται σε νεαρούς αθλητές που συμμετέχουν σε “cutting and pivoting” αθλήματα παρά σε αθλητές με δραστηριότητα σε ευθεία γραμμή καθώς και άλματα. Αναφέρεται (Wright et al.), ότι ο συνολικός κίνδυνος ρήξης του αυτομοσχεύματος (οπισθίων μηριαίων ή επιγονατιδικού) είναι 5.8% (από 1.8% έως 10.4%) σε μια ελάχιστη 5ετή παρακολούθηση και το συνολικό ποσοστό ρήξης στον ετερόπλευρο ΠΧΣ είναι 11.8%. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για αποτυχία μοσχεύματος είναι η χρήση αλλομοσχεύματος σε νέους ασθενείς ειδικά μέσα στον πρώτο χρόνο από την ανακατασκευή και υπάρχει μία τάση υψηλότερων ποσοστών αποτυχίας για τους οπίσθιους μηριαίους, δευτεροπαθώς εξαιτίας διάτασης ή επαναρήξης, συγκριτικά με το αυτομόσχευμα επιγονατιδικού τένοντα. Επομένως πολλοί χειρουργοί προτιμούν τη χρήση αυτομοσχεύματος επιγονατιδικού για να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο επανατραυματισμού και αναθεώρησης ΠΧΣ στους νέους αθλητές.
Εχουν ταυτοποιηθεί ειδικοί εμβιομηχανικοί παράγοντες προγνωστικοί για επανατραυματισμό, όπως για παράδειγμα η δυναμική βλαισότητα στο κάθετο “drop test”, η σημαντική βλαισογονία, η ανεπάρκεια στη σταθερή στήριξη στο ένα πόδι και άλλοι.
Σχετικά με τον τραυματισμό του ΠΧΣ στο ετερόπλευρο γόνατο τα νεότερα δεδομένα δείχνουν ότι έχει αυξημένο κίνδυνο ρήξης αν ο αθλητής δεν έχει επιτύχει πλήρης μυϊκή ισχύ και νευρομυϊκό έλεγχο πριν την επιστροφή του. Ακόμα παράγοντες κινδύνου αποτελούν το αντρικό φύλο, το θετικό οικογενειακό ιστορικό, η επιστροφή στο άθλημα που τραυματίστηκε, και η χρήση μοσχεύματος επιγονατιδικού. Σημαντικός κίνδυνος τραυματισμού μηνίσκων και αρθρικού χόνδρου υπάρχει με τη συνεχή συμμετοχή σε αθλήματα μετά από την ανακατασκευή του ΠΧΣ αν και το θέμα αυτό δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η απόφαση επιστροφής του αθλητή στους αγώνες αποτελεί μία πρόκληση και συχνά στρεσογόνο διαδικασία για το γιατρό της ομάδας. Δυστυχώς παραμένει ένα έλλειμμα στα αντικειμενικά κριτήρια και τις γενικές κατευθυντήριες οδηγίες της διαδικασίας επιστροφής καθώς και του χρόνου που απαιτείται για έναν αθλητή να παίξει με ίση ή μικρότερη πιθανότητα επανατραυματισμού στο ανακατασκευασμένο γόνατο συγκριτικά με το ετερόπλευρο. Ίσως ο πιο σημαντικός παράγοντας που ακόμα παραβλέπεται στον καθορισμό της επιστροφής ενός αθλητή είναι η ψυχολογική του κατάσταση. Ο φόβος επανατραυματισμού παίζει σημαντικό ρόλο στην αποτροπή επιστροφής του στο άθλημα. Απαιτείται περισσότερη έρευνα ώστε να σχηματιστούν ομόφωνες γενικές κατευθυντήριες γραμμές με τόσο υποκειμενικά όσο και αντικειμενικά κριτήρια που να επιτρέπουν στον αθλητή την επιστροφή του στους αγωνιστικούς χώρους με ασφάλεια και το συντομότερο δυνατόν.
Ροϊδης Θ. Νικόλαος, MD, DSc, PhD
Ορθοπαιδικός Χειρουργός
Επιμελητής Α ΕΣΥ, Γ Ορθοπαιδικό Τμήμα, Νοσοκομείο ΚΑΤ
Γενικός Γραμματέας Ελληνικής Αρθροσκοπικής Εταιρείας
www.roidisnt.gr
Αβραμίδης Γρηγόριος, MD
Ειδικευόμενος Ορθοπαιδικός Χειρουργός
Γ Ορθοπαιδικό Τμήμα, Νοσοκομείο ΚΑΤ